- ανακινητικός
- -ή, -ό (Α ἀνακινητικός, -ή, -όν) [ἀνακινῶ]νεοελλ.αυτός που προκαλεί ανακίνησηαρχ.δραστήριος, ικανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακινώ — ( έω) (Α ἀνακινῶ) 1. κινώ προς διάφορες κατευθύνσεις, αναταράσσω, αναδεύω 2. κινώ εκ νέου, διεγείρω, προκαλώ 3. επαναφέρω παλαιά υπόθεση ή ζήτημα στην επιφάνεια μσν. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κινῶ. ΠΑΡ. ανακίνημα,… … Dictionary of Greek
ՎԵՐԱՇԱՐԺԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0808 Chronological Sequence: 8c ա. ἁνακινητικός sursum movens vel agens. Կարօղ ʼի վեր շարժել կամ շարժիլ. *Զաստուածայնոյ իւղոյ ունելով վերաշարժականսն զօրութիւնսն. Դիոն. եկեղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)